ἡδυμελίφθογγος

ἡδυμιγής

ἥδυμος
*ἡδυ·μιγής, seul. dor. ἁδυ·μιγής, ής, ές [ᾱῠῐ] au doux mélange, Anth. 7, 736.
Étym. ἡ. μίγνυμι.