ἡμιδανάκη

ἡμιδαρεικόν

ἡμιδεής
ἡμι·δαρεικόν, οῦ (τὸ) [ῐᾱ] demi-darique, monnaie, Xén. An. 1, 3, 21.
Étym. ἡμι-, δαρεικός.