ἰδιοθρονέω-ῶ

ἰδιοκρασία

ἰδιοκτήμων
ἰδιο·κρασία, ας () [ῐδᾱσ] tempérament propre, nature propre à chaque être, Procl. Ptol. p. 13.
Étym. ἴδ. κεράννυμι.