ἰδιοθηρία

ἰδιοθρονέω-ῶ

ἰδιοκρασία
ἰδιο·θρονέω-ῶ [ῐδ] siéger sur un trône à part, Ptol. Tetr. p. 51.
Étym. ἴδ. θρόνος.