ἰδιοκρασία

ἰδιοκτήμων

ἰδιόκτητος
ἰδιο·κτήμων, ων, ον, gén. ονος [ῐδ] qui possède en propre, Héph. astr. Apot. 1, 1.
Étym. ἴδ. κτάομαι.