ἰδιοκτήμων

ἰδιόκτητος

ἰδιολογέομαι-οῦμαι
ἰδιό·κτητος, ος, ον [ῐδ] qui appartient en propre, Hpc. 1291, 25 ; Str. 684.
Étym. ἴδ. κτητός.