ἰδιοπροσωπέω-ῶ

ἰδιοπροσωπία

ἰδιοπρόσωπος
ἰδιοπροσωπία, ας () [ῐδ] aspect particulier, Ptol. Tetr. p. 155.
Étym. ἰδιο-πρόσωπος.