ἰδιοπροσωπία

ἰδιοπρόσωπος

ἴδιος
ἰδιο·πρόσωπος, ος, ον [ῐδ] qui a un aspect particulier, Ptol. Tetr. p. 50.
Étym. ἴδ. πρόσωπον.