ἰδιοσύγκρισις

ἰδιοσύγκριτος

ἰδιοσυστασία
ἰδιο·σύγκριτος, ος, ον [ῐδῐσ] qui a une constitution propre, Herm. (Stob. Ecl. 1, p. 938).
Étym. ἴδ. συγκρίνω.