ἰδιοσύγκριτος

ἰδιοσυστασία

ἰδιότης
ἰδιο·συστασία, ας () [τᾰ] constitution (physique) propre à qqn, Sor. Obst. p. 273 Erm.
Étym. ἴδ. συστασία.