ἰδιοθανέω-ῶ

ἰδιοθηρευτικός

ἰδιοθηρία
ἰδιο·θηρευτικός, ή, όν [ῐδ] qui chasse pour soi : ἡ ἰδιοθηρευτική, Plat. Soph. 222d, c. le suiv.
Étym. ἴδ. θηρεύω.