ἰδιοθηρευτικός

ἰδιοθηρία

ἰδιοθρονέω-ῶ
ἰδιο·θηρία, ας () [ῐδ] chasse privée, pour soi-même, Plat. Soph. 223b.
Étym. ἴδ. θήρα.