ἰσῆλιξ

ἰσημερία

ἰσημερινός
ἰσ·ημερία, ας () [Ῡσ] équinoxe, Plat. Ax. 370b; Arstt. Meteor. 2, 6, 16 ; H.A. 6, 17, 5 ; etc.
Étym. ἴ. ἡμέρα.