ἰσομήτωρ

ἰσομιλήσιος

ἰσόμοιος
ἰσο·μιλήσιος, ος, ον [Ῡῑλ] semblable aux gens ou aux choses de Milet, DS. 12, 21.
Étym. ἴ. Μιλήσιος.