ἰσομήκης

ἰσομήτωρ

ἰσομιλήσιος
*ἰσο·μήτωρ, seul. dor. ἰσομάτωρ, ορος (ὁ, ἡ) [Ῡᾱ] égal à sa mère, Thcr. Idyl. 8, 14.
Étym. ἴ. μήτηρ.