ἰσοστάσιος

ἰσοστατέω-ῶ

ἰσόστροφος
ἰσο·στατέω-ῶ [Ῡᾰ] peser autant, Lib. 4, 798 ; Clém. 1, 337 Migne.
Étym. ἴ. στατός.