ἰσόστροφος

ἰσοσυλλαϐέω-ῶ

ἰσοσυλλαϐία
ἰσοσυλλαϐέω-ῶ [Ῡᾰ] avoir un même nombre de syllabes, Dysc. Pron. 272, 274 Bkk.
Étym. ἰσοσύλλαϐος.