καινοπραγία

καινοπρεπής

καινοπρεπῶς
καινο·πρεπής, ής, ές :
1 qui paraît nouveau, Hermog. ||
2 en mauv. part, c. à d. gauche, emprunté, étrange, extraordinaire, Plut. M. 334c ||
Cp. -πρεπέστερος, Plut. l. c.
Étym. κ. πρέπω.