καινοπρεπής

καινοπρεπῶς

καινός
καινοπρεπῶς, adv. d’une manière neuve, originale ||
Cp. -πρεπεστέρως, Arstt. Metaph. 1, 8, 11 ; sup. -πρεπέστατα, DC. 79, 11.