Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κακόδοξος
κακοδουλία
κακόδουλος
κακοδουλία,
ας
(
ἡ
) [
ᾰ
] méchanceté d’un esclave,
D. Chr.
2, 136
.
Étym.
κακόδουλος
.