Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κακοποιητικός
κακοποιΐα
κακοποιός
κακοποιΐα,
ας
(
ἡ
) [
κᾰ
] malfaisance,
d’où
méfait,
Arstt.
Rhet. Al.
16, 6 ;
au pl.
Isocr.
7
c
,
257
e
.
Étym.
κακοποιός
.