κατάκρισις

κατάκριτος

κατακροαίνω
κατάκριτος, ος, ον [] condamné, DS. Exc. p. 592, 61 ; Plut. M. 188b ; τινος, Luc. Am. 36, 52, à qqe ch.
Étym. κατακρίνω.