Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταλογίζομαι
καταλογισμός
κατάλογος
καταλογισμός,
οῦ
(
ὁ
) calcul, supputation,
Spt.
1 Par.
4, 33,
etc. ;
1 Esdr.
5, 39
.
Étym.
καταλογίζομαι
.