καταπίμπλημι

καταπίμπρημι

καταπίνω
κατα·πίμπρημι, f. καταπρήσω, brûler entièrement, Anth. 11, 131 ; Plut. M. 651a ; au pass. Pol. 14, 4, 10 ; Luc. Par. 57.