καταπροδίδωμι

καταπροΐημι

καταπροΐξομαι
κατα·προΐημι (seul. au moy. καταπροΐεμαι, f. -προήσομαι) laisser tomber, laisser échapper, laisser se perdre, acc. Pol. 3, 81, 4 ; Syn. 163d ; τοὺς καιρούς, Pol. 1, 77, 3, etc. les occasions, etc.