καταπτύω

κατάπτωμα

κατάπτωσις
κατάπτωμα, ατος (τὸ)
1 ruine, débris, Spt. Ps. 143, 17 ||
2 affaissement, affaiblissement, A. Tr. 8, p. 405.
Étym. καταπίπτω.