Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καθυπερηφανέω-ῶ
καθυπερηφανία
καθύπερθε
καθ·υπερηφανία,
ας
(
ἡ
) [
ᾰῠᾰν
] orgueil,
Philod.
π. κακιῶν,
4, 29 Sauppe
.