κεραυνόω-ῶ

κεραύνωσις

κεράω-ῶ
κεραύνωσις, εως ()
1 act. action de foudroyer, Str. 750 ; Plut. Marc. 28, M. 996c ||
2 pass. action d’être foudroyé, Scymn. 394.
Étym. κεραυνόω.