κοιρανέω-ῶ

κοιρανῇος

κοιρανία
κοιρανῇος, α, ον [] de chef, de maître, de roi, Mélinno (Stob. Fl. 7, 13).
Étym. contr. p. *κοιρανήϊος, de κοίρανος.