Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κρυσταλλόπηκτος
κρυσταλλοπήξ
κρύσταλλος
κρυσταλλο·πήξ,
πῆγος
(
ὁ, ἡ
)
c. le préc.
Eschl.
Pers.
501
.