κυνόδους

κυνοδρομέω-ῶ

κυνοδρομία
κυνο·δρομέω-ῶ [] chasser au chien courant, Xén. Cyn. 6, 17 ; fig. suivre à la piste, Xén. Conv. 4, 63.
Étym. κύων, δραμεῖν.