λαιμοτομέω-ῶ

λαιμοτόμος

λαιμότομος
λαιμο·τόμος, ος, ον, qui coupe la gorge, qui égorge, Eur. I.T. 444 ; Anth. 6, 306.
Étym. λαιμός, τέμνω.