λιπαρόμματος

λιπαροπλόκαμος

λιπαρός
λιπαρο·πλόκαμος, ος, ον [ῐᾰᾰ] aux boucles ou aux tresses brillantes, Il. 19, 126 ; Pd. fr. 87 (58).
Étym. λ. πλόκαμος.