Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λοξοκέλευθος
λοξοπορέω-ῶ
λοξός
λοξο·πορέω-ῶ
marcher obliquement, tortueusement,
Plut.
M.
890
e
.
Étym.
λ. πόρος
.