λυρόκτυπος

λυροποιϊκή

λυροποιός
λυροποιϊκή, ῆς () s. e. τέχνη [ῠῐ] l’art de fabriquer des lyres, l’art du luthier, Plat. Euthyd. 289c.
Étym. λυροποιός.