λυροποιϊκή

λυροποιός

λυροφοῖνιξ
λυρο·ποιός, οῦ () [] fabricant de lyres, luthier, Plat. Euthyd. 289d, Crat. 390b ; Plut. M. 779a.
Étym. λύρα, ποιέω.