Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μαγειρεῖον
μαγειρευτικός
μαγειρεύω
μαγειρευτικός,
ή, όν
[
ᾰ
]
c.
μαγειρικός,
Rhét.
6, 52 W.