μαλακός

μαλακόσαρκος

μαλακόστρακος
μαλακό·σαρκος, ος, ον [ᾰλᾰ] à la chair molle, Arstt. H.A. 1, 1, 7 ||
Cp. -ώτερος, Dioclès (Ath. 305b).
Étym. μαλακός, σάρξ.