Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ματαιολόγος
ματαιοποιός
ματαιοπονέω-ῶ
ματαιο·ποιός,
ός, όν
[
ᾰ
] qui fait des sottises,
Ath.
179
f
.
Étym.
μάταιος, ποιέω
.