ματαιοπονέω-ῶ

ματαιοπόνημα

ματαιοπονία
ματαιοπόνημα, ατος (τὸ) [ᾰτ] effort inutile, peine perdue, Jambl. V. Pyth. 24.
Étym. ματαιοπονέω.