μειρακιώδης

μειρακιωδῶς

Μειρακοφίλη
μειρακιωδῶς [] adv. puérilement, sottement, Pol. 11, 14, 7 ; DH. Pomp. 2 ||
Cp. -ωδέστερον, Din. (Gal. 8, 663).
Étym. μειρακιώδης.