μελαγχολάω-ῶ

μελαγχολία

μελαγχολικός
μελαγχολία, ion. μελαγχολίη, ης () bile noire, d’où humeur noire, mélancolie, Hpc. Aër. 288 ; plur. T. Locr. 103a ; Man. 2, 366.
Étym. μελάγχολος.