μετεωρολεσχέω-ῶ

μετεωρολέσχης

μετεωρολογέω-ῶ
μετεωρο·λέσχης, ου () qui disserte ou bavarde dans les nuages, Plat. Rsp. 489c ; Plut. Nic. 23, etc.
Étym. μετέωρος, λέσχη.