μινυρίζω

μινύρισμα

μινύρομαι
μινύρισμα, ατος (τὸ) [ῐῠ] accents plaintifs et doux, gazouillement, Thcr. Epigr. 4, 11 ; Clém. 376a.
Étym. μινυρίζω.