μονόπους

μονοπραγματέω-ῶ

μονοπροσωπέω-ῶ
μονο·πραγματέω-ῶ [μᾰ] ne s’occuper que d’une affaire, Arstt. Pol. 4, 15, 6.
Étym. μ. πρᾶγμα.