νεόσσιον

νεοσσίς

νεοσσοκόμος
νεοσσίς, att. νεοττίς, ίδος () [ῐδ] petite poule, poulette, Arstt. H.A. 6, 2, 19 ; fig. Anth. 9, 567.
Étym. νεοττός.