νεοσσίς

νεοσσοκόμος

νεοσσοποιέω
*νεοσσο·κόμος, seul. νεοττο·κόμος, ος, ον, qui abrite de jeunes oiseaux, en parl. d’un nid, Anth. 7, 210.
Étym. νεοττός, κομέω.