ὀχλοκόπος

ὀχλοκρατία

ὀχλολοίδορος
ὀχλο·κρατία, ας () [ρᾰ] gouvernement exercé par la multitude, Pol. 6, 4, 6, etc. ; Plut. M. 826f.
Étym. ὄ. κρατέω.