Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὀϊστοδέγμων
ὀϊστοδόκη
ὀϊστοκόμος
ὀϊστο·δόκη,
ης
(
ἡ
) carquois,
A. Rh.
1, 1194
.
Étym.
ὀϊστός, δέχομαι
.