οἴστρημα

οἰστροϐολέω-ῶ

οἰστροδίνητος
οἰστρο·ϐολέω-ῶ, piquer de l’aiguillon du désir ou de la fureur, Anth. 9, 16, 2.
Étym. οἶστρος, -ϐολος de βάλλω.